έλικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έλικα | οι | έλικες |
γενική | της | έλικας | των | ελίκων |
αιτιατική | την | έλικα | τις | έλικες |
κλητική | έλικα | έλικες | ||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |


Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έλικα < αρχαία ελληνική ἕλιξ (4.(σημασιολογικό δάνειο) γαλλική hélice)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έλικα θηλυκό
- (γεωμετρία) η γραμμή που γράφεται πάνω σε κύλινδρο που γυρίζει και (κατʼ επέκταση) οτιδήποτε μοιάζει μ' αυτή
- (αρχιτεκτονική) απόληξη κιονόκρανου παρόμοιου σχήματος
- (αεροπορικός όρος, ναυτικός όρος) άλλη μορφή του έλικας
- (ιατρική) (ανατομία) ελικοειδής εξοχή στον εγκέφαλο
- (βοτανική) όργανο των φυτών που τα βοηθάει στην αναρρίχηση
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Αρχιτεκτονική (νέα ελληνικά)
- Αεροπορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)