έλλαμψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έλλαμψη | οι | ελλάμψεις |
γενική | της | έλλαμψης* | των | ελλάμψεων |
αιτιατική | την | έλλαμψη | τις | ελλάμψεις |
κλητική | έλλαμψη | ελλάμψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ελλάμψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έλλαμψη < ελληνιστική κοινή ἔλλαμψις < αρχαία ελληνική ἐλλάμπω < ἐν- + λάμπω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έλλαμψη θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (λόγιο) λάμψη, φωτισμός,
- (μεταφορικά) (λόγιο) ψυχική λάμψη και φωτισμός από θεϊκή δύναμη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έλλαμψη
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έλ- (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)