έμβαμμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔμβαμμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έμβαμμα τα εμβάμματα
      γενική του εμβάμματος των εμβαμμάτων
    αιτιατική το έμβαμμα τα εμβάμματα
     κλητική έμβαμμα εμβάμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έμβαμμα < αρχαία ελληνική ἔμβαμμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈeɱ.va.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έμ‐βαμ‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έμβαμμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]