Μετάβαση στο περιεχόμενο

έμβολο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έμβολο τα έμβολα
      γενική του εμβόλου
& έμβολου
των εμβόλων
    αιτιατική το έμβολο τα έμβολα
     κλητική έμβολο έμβολα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έμβολο < (καθαρεύουσα) ἔμβολον < αρχαία ελληνική ἔμβολον < ἐμβάλλω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈeɱ.vo.lo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έμβολο ουδέτερο,

  1. οτιδήποτε που εμβάλλεται - εισάγεται μέσα σε κάποιο σώμα.
  2. (ναυτικός όρος): μέσον εμβολισμού, προσγειάλωσης
  3. (μηχανολογία): σπουδαίο παλινδρομικό εξάρτημα των μηχανών, που κινείται μέσα σε κύλινδρο.
  4. (τεχνολογία): το κινητό μέρος κάθε είδους σύριγγας.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]