έμβολο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έμβολο | τα | έμβολα |
γενική | του | εμβόλου | των | εμβόλων |
αιτιατική | το | έμβολο | τα | έμβολα |
κλητική | έμβολο | έμβολα | ||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμβολο < (καθαρεύουσα) ἔμβολον < αρχαία ελληνική ἔμβολον < ἐμβάλλω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμβολο ουδέτερο,
- οτιδήποτε που εμβάλλεται - εισάγεται μέσα σε κάποιο σώμα.
- (ναυτικός όρος): μέσον εμβολισμού, προσγειάλωσης
- (μηχανολογία): σπουδαίο παλινδρομικό εξάρτημα των μηχανών, που κινείται μέσα σε κύλινδρο.
- (τεχνολογία): το κινητό μέρος κάθε είδους σύριγγας.