έμβρυο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έμβρυο | τα | έμβρυα |
γενική | του | εμβρύου & έμβρυου |
των | εμβρύων |
αιτιατική | το | έμβρυο | τα | έμβρυα |
κλητική | έμβρυο | έμβρυα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έμβρυο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμβρυον < ἐν + βρύω
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έμβρυο ουδέτερο
- κάθε έμβιος οργανισμός στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του
- το γονιμοποιημένο ανθρώπινο ωάριο κυρίως από τον 4ο μήνα της κυοφορίας του μέχρι τον τοκετό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- εμβρυο- όπως:
- εμβρυογένεση
- εμβρυοκτονία
- εμβρυολογία
- εμβρυόσακος
- εμβρυοσκόπηση
- εμβρυοτομή
- εμβρυουλκός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- έμβρυο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)