έμμηνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | έμμηνα | ||
γενική | των | εμμήνων | ||
αιτιατική | τα | έμμηνα | ||
κλητική | έμμηνα | |||
όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμμηνα < ελληνιστική κοινή ἔμμηνα (βλ. ἔμμηνος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμμηνα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
[επεξεργασία]
- αμηνόρροια
- δυσμηνόρροια
- εμμηνοληξία
- εμμηνόπαυση
- εμμηνορραγία
- εμμηνόρροια (και συνώνυμα)
- εμμηνορροώ
- εμμηνορρυσία
- έμμηνος
- έμμηνος ρύση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έμμηνα
→ δείτε τη λέξη εμμηνόρροια |