έμπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμπα < προστακτική του ρήματος μπαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμπα ουδέτερο άκλιτο
- το σημείο του χώρου από το οποίο μπορεί κάποιος να μπει κάπου μέσα
- στο έμπα του σπιτιού
- η χρονική στιγμή που μπαίνει κάποιος μέσα
- η αρχή
- με το έμπα του καινούριου χρόνου
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
έμπα