έμπλαστρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έμπλαστρο | τα | έμπλαστρα |
γενική | του | έμπλαστρου & εμπλάστρου |
των | έμπλαστρων & εμπλάστρων |
αιτιατική | το | έμπλαστρο | τα | έμπλαστρα |
κλητική | έμπλαστρο | έμπλαστρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμπλαστρο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἔμπλαστρον < ἡ ἔμπλαστρος < αρχαία ελληνική ἔμπλαστος < ἐμπλάσσω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈem.bla.stɾo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμπλαστρο ουδέτερο
- δερματικό επίθεμα εμποτισμένο με φάρμακο· φαρμακομορφή για τοπική και διαδερμική χορήγηση φαρμάκων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έμπλαστρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)