ένδικος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ένδικος | η | ένδικη | το | ένδικο |
| γενική | του | ένδικου | της | ένδικης | του | ένδικου |
| αιτιατική | τον | ένδικο | την | ένδικη | το | ένδικο |
| κλητική | ένδικε | ένδικη | ένδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ένδικοι | οι | ένδικες | τα | ένδικα |
| γενική | των | ένδικων | των | ένδικων | των | ένδικων |
| αιτιατική | τους | ένδικους | τις | ένδικες | τα | ένδικα |
| κλητική | ένδικοι | ένδικες | ένδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ένδικος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔνδικος (αναφερόμενος σε δικαστήριο) < αρχαία ελληνική σημασία: νόμιμος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈen.ði.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έν‐δι‐κος
Επίθετο
[επεξεργασία]ένδικος, -η, -ο
- (νομικός όρος) που προβλέπεται από τη δικονομία ή σχετίζεται μ’ αυτήν
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- ένδικο μέσο: (νομικός όρος) όπως αναίρεση, ανακοπή, αναψηλάφηση, έφεση κ.ά.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ένδικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)