ένεκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἕνεκα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένεκα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕνεκα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.ne.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐νε‐κα

Πρόθεση[επεξεργασία]

ένεκα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]