ένθρονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἔνθρονος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ένθρονος η ένθρονη το ένθρονο
      γενική του ένθρονου της ένθρονης του ένθρονου
    αιτιατική τον ένθρονο την ένθρονη το ένθρονο
     κλητική ένθρονε ένθρονη ένθρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ένθρονοι οι ένθρονες τα ένθρονα
      γενική των ένθρονων των ένθρονων των ένθρονων
    αιτιατική τους ένθρονους τις ένθρονες τα ένθρονα
     κλητική ένθρονοι ένθρονες ένθρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένθρονος < ελληνιστική κοινή ἔνθρονος. Μορφολογικά αναλύεται σε εν- + θρόνος.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈen.θɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έν‐θρο‐νος

Επίθετο[επεξεργασία]

ένθρονος, -η, -ο

  • που κάθεται σε θρόνο
    ※ Η εικόνα του ένθρονου Χριστού που κλάπηκε από το μοναστήρι του Αντιφωνητή στην κατεχόμενη Καλογραία της Κερύνειας, μετά από προσπάθειες 24 χρόνων, παραδόθηκε χθες από τον υπουργό Μεταφορών, [...], και τη διευθύντρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων, [...], στην Αρχιεπισκοπή.
    Παραδόθηκε η εικόνα του ένθρονου Χριστού (13 Ιουλίου 2022), philenews.com

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ένθρονοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ένθρονος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)