έννομος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έννομος | η | έννομη | το | έννομο |
γενική | του | έννομου | της | έννομης | του | έννομου |
αιτιατική | τον | έννομο | την | έννομη | το | έννομο |
κλητική | έννομε | έννομη | έννομο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έννομοι | οι | έννομες | τα | έννομα |
γενική | των | έννομων | των | έννομων | των | έννομων |
αιτιατική | τους | έννομους | τις | έννομες | τα | έννομα |
κλητική | έννομοι | έννομες | έννομα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έννομος < αρχαία ελληνική ἔννομος < ἐν + νόμος
Επίθετο
[επεξεργασία]έννομος
- αυτός που γίνεται σύμφωνα με το νόμο
- έννομο συμφέρον, έννομη τάξη, έννομο δικαίωμα, έννομο αποτέλεσμα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κατά νόμον
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- νομότυπος: σύμφωνος με το νόμο στα τυπικά
- νομιμοφανής: σύμφωνος με το νόμο στο φαίνεσθαι, κατά τα φαινόμενα
- ένδικος: σύμφωνος στους νόμους στη δικονομία
- ένδικα μέσα
- κανονικός
- θεμιτός
- κανονιστικός