ένοπλες δυνάμεις
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | ένοπλες δυνάμεις | ||
γενική | των | ενόπλων δυνάμεων | ||
αιτιατική | τις | ένοπλες δυνάμεις | ||
κλητική | ένοπλες δυνάμεις | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ένοπλες δυνάμεις < → δείτε τις λέξεις ένοπλος και δύναμη• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ένοπλες δυνάμεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (στρατιωτικός όρος) το σύνολο των στρατιωτικών δυνάμεις μιας χώρας, οι οποίες είναι επιφορτισμένες με την υπεράσπιση της χώρας και των πολιτών της, αν χρειαστεί με τη χρήση βίας
- ※ Ασκήσεις που υποδηλώνουν το εύρος της συνεργασίας των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) με συμμαχικές χώρες και εταίρους στην περιοχή της Ανατ. Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, θα πραγματοποιηθούν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
- Βασίλης Νέδος (22 Οκτωβρίου 2022), Ένοπλες Δυνάμεις: Ενίσχυση συνεργασιών μέσω κοινών ασκήσεων, Η Καθημερινή
- ※ Ασκήσεις που υποδηλώνουν το εύρος της συνεργασίας των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.) με συμμαχικές χώρες και εταίρους στην περιοχή της Ανατ. Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, θα πραγματοποιηθούν το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ΕΔ (συντομογραφία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ένοπλες δυνάμεις
Πηγές
[επεξεργασία]- ένοπλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)