ένστρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ένστρωση οι ενστρώσεις
      γενική της ένστρωσης* των ενστρώσεων
    αιτιατική την ένστρωση τις ενστρώσεις
     κλητική ένστρωση ενστρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενστρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένστρωση < εν- + στρώση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interbedding)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ένστρωση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]