ένστρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ένστρωση | οι | ενστρώσεις |
γενική | της | ένστρωσης* | των | ενστρώσεων |
αιτιατική | την | ένστρωση | τις | ενστρώσεις |
κλητική | ένστρωση | ενστρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενστρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ένστρωση < εν- + στρώση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική interbedding)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ένστρωση θηλυκό
- (γεωλογία) λεπτότερο απ’ τα γειτονικά στρώμα πετρώματος που εναλλάσσεται με άλλα μεγαλύτερου πάσχουν και διαφορετικής γεωλογικής. σύστασης
- Στο ανώτερο τμήμα τους υπάρχουν κυρίως γνευσιακές κροκάλες με μικρότερο μέγεθος και χαλαρότερο βαθμό σύνδεσης μεταξύ τους καθώς και «ενστρώσεις μαργών και ψαμμιτών». (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ένστρωση