ένταση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ένταση | οι | εντάσεις |
γενική | της | έντασης* | των | εντάσεων |
αιτιατική | την | ένταση | τις | εντάσεις |
κλητική | ένταση | εντάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εντάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ένταση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔντα(σις) (τέντωμα, ελληνιστική σημασία: προσπάθεια) + -ση < ἐντείνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈen.da.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ντα‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : έν‐τα‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ένταση θηλυκό
- το να εκδηλώνεται κάτι με δύναμη
- συναισθηματική φόρτιση
- ↪ έχει ένταση από τον χθεσινό καβγά
- σύγκρουση μεταξύ δυο ή περισσότερων ατόμων
- ↪ οι γονείς έχουν τσακωθεί και επικρατεί ένταση μέσα στο σπίτι
- (φυσική) η ενέργεια του ηλεκτρικού ρεύματος που περνάει μέσα από έναν αγωγό σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- ↪ η ένταση του ρεύματος μετριέται σε αμπέρ
- (ακουστική) η ενέργεια που μεταφέρει ο ήχος μέσα από ένα υλικό σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- ↪ το ραδιόφωνο είναι πολύ χαμηλό, μπορείς να ανεβάσεις την ένταση;
[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ένταση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ένταση
|
ένταση ρεύματος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Ακουστική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)