έντηνε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έντηνε < → λείπει η ετυμολογία
Επιφώνημα
[επεξεργασία]έντηνε
- ιδιωματικό (κεφαλονίτικο ιδίωμα) νάτη (Χρειάζεται έλεγχος, τεκμηρίωση, αν είναι ιδιωματικό και άλλων νησιών)
- ⮡ Έντηνε η νόνα σου!