έντοκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έντοκος | η | έντοκη | το | έντοκο |
γενική | του | έντοκου | της | έντοκης | του | έντοκου |
αιτιατική | τον | έντοκο | την | έντοκη | το | έντοκο |
κλητική | έντοκε | έντοκη | έντοκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έντοκοι | οι | έντοκες | τα | έντοκα |
γενική | των | έντοκων | των | έντοκων | των | έντοκων |
αιτιατική | τους | έντοκους | τις | έντοκες | τα | έντοκα |
κλητική | έντοκοι | έντοκες | έντοκα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έντοκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔντοκος < ἐν + αρχαία ελληνική τόκος (γέννα)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈen.do.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ντο‐κος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έν‐το‐κος
- τονικό παρώνυμο: εντόκως
Επίθετο[επεξεργασία]
έντοκος, -η, -ο
- (οικονομία) που απαιτεί ή γίνεται με την πληρωμή τόκων
- ↪ έντοκος λογαριασμός, έντοκο δάνειο, έντοκα γραμμάτια δημοσίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- έντοκα, εντόκως (επιρρήματα)
- νομιμοτόκως
→ και δείτε τη λέξη τόκος, εν-
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έντοκος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εν- (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)