έξαρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έξαρχος | οι | έξαρχοι |
γενική | του | έξαρχου & εξάρχου |
των | έξαρχων & εξάρχων |
αιτιατική | τον | έξαρχο | τους | έξαρχους & εξάρχους |
κλητική | έξαρχε | έξαρχοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έξαρχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔξαρχος (αρχηγός χορού, ελληνιστική σημασία: διοικητής, ανώτατος ιερέας)[1] < ἐξ + ἄρχω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.ksaɾ.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ξαρ‐χος
- παλιότερος συλλαβισμός : έξ‐αρ‐χος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έξαρχος αρσενικό
- (αξίωμα, ιστορία) αξιωματούχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας που έχει οριστεί ως διοικητής ενός εξαρχάτου
- (αξίωμα, χριστιανισμός) τίτλος που απονέμεται σε δεσπότη, που του έχουν δοθεί κάποιες εξουσίες σε ορισμένη περιοχή
- (αξίωμα, χριστιανισμός) τίτλος που απονέμεται σε κληρικό, που του έχει ανατεθεί συγκεκριμένη αποστολή σε κάποια περιοχή
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έξαρχος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ έξαρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα έξ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αξιώματα (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)