έξαφνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έξαφνος | η | έξαφνη | το | έξαφνο |
γενική | του | έξαφνου | της | έξαφνης | του | έξαφνου |
αιτιατική | τον | έξαφνο | την | έξαφνη | το | έξαφνο |
κλητική | έξαφνε | έξαφνη | έξαφνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έξαφνοι | οι | έξαφνες | τα | έξαφνα |
γενική | των | έξαφνων | των | έξαφνων | των | έξαφνων |
αιτιατική | τους | έξαφνους | τις | έξαφνες | τα | έξαφνα |
κλητική | έξαφνοι | έξαφνες | έξαφνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έξαφνος < άξαφνος
Επίθετο[επεξεργασία]
έξαφνος, -η, -ο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έξαφνος
|