έουε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα έουε

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έουε < αγγλική Ewe

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έουε θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]