έουε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έουε θηλυκό άκλιτο
- (γλώσσα) Νιγηροκονγκολέζικη γλώσσα που μιλιέται στην νοτιοανατολική Γκάνα και το Τόγκο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ewe language στην αγγλική Βικιπαίδεια