Μετάβαση στο περιεχόμενο

έπαρμα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἔπαρμα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έπαρμα τα επάρματα
      γενική του επάρματος των επαρμάτων
    αιτιατική το έπαρμα τα επάρματα
     κλητική έπαρμα επάρματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έπαρμα < αρχαία ελληνική ἔπαρμα < ἐπαίρω < ἐπί + αἴρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έπαρμα ουδέτερο

  1. καθετί που προεξέχει, ύψωμα
  2. (ανατομία) εξέχον μέρους του οστού ή εξόγκωση άλλου οργάνου του σώματος

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]