έπεα πτερόεντα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έπεα πτερόεντα < αρχαία ελληνική ἔπεα πτερόεντα, «φτερωτά λόγια», ομηρική φράση → δείτε τις λέξεις ἔπος και πτερόεις
Έκφραση[επεξεργασία]
έπεα πτερόεντα
- (κυριολεκτικά) λόγια που πετούν
- για χαρακτηρισμό λόγων που δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, αφού δεν έχουν καταγραφεί και έτσι είναι εύκολο ν΄ αμφισβητηθούν ή και να διαψευστούν ως λεχθέντα
- για τη δύναμη της φήμης, την ταχύτητα διάδοσής της προς όλες τις κατευθύνσεις
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έπεα πτερόεντα
|