έρεβος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έρεβος | τα | ερέβη |
γενική | του | ερέβους | των | (ερεβών) |
αιτιατική | το | έρεβος | τα | ερέβη |
κλητική | έρεβος | ερέβη | ||
Κατηγορία όπως «έδαφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έρεβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἔρεβος (προσωποποίηση του σκότους)< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁régʷos (έρεβος, σκότος)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έρεβος ουδέτερο
- (λόγιο) βαθύ σκοτάδι
- ※ Γιώργος Σεφέρης, ποιητική συλλογή Στροφή, Κοχύλια, Σύννεφα: Ρίμα @greek-language.gr (οι τελευταίοι στίχοι)
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη…
(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).
- ※ Γιώργος Σεφέρης, ποιητική συλλογή Στροφή, Κοχύλια, Σύννεφα: Ρίμα @greek-language.gr (οι τελευταίοι στίχοι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'έδαφος' με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)