έρεισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έρεισμα τα ερείσματα
      γενική του ερείσματος των ερεισμάτων
    αιτιατική το έρεισμα τα ερείσματα
     κλητική έρεισμα ερείσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έρεισμα < αρχαία ελληνική ἔρεισμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έρεισμα ουδέτερο

  1. το στήριγμα
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε χρησιμεύει ως βάση, αφετηρία και θεμέλιο μιας ενέργειας, σκέψης ή κατάστασης
    • αυτός ή αυτοί που προσφέρουν ηθική ή πολιτική υποστήριξη
    • η λογική βάση ενός συλλογισμού
    • η ηθική βάση μιας ενέργειας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]