έρχεσαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

έρχεσαι

  • β' ενικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος έρχομαι
  • να έρχεσαι: β' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος έρχομαι
  • θα έρχεσαι: β' ενικό οριστικής εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος έρχομαι