έσω ους
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έσω ους < έσω + ους ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική inner ear)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
έσω ους ουδέτερο
- (ανατομία) το εσώτερο μέρος του αφτιού των σπονδυλωτών, που είναι υπεύθυνο για την ανίχνευση του ήχου και την ισορροπία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- έσω ους στη Βικιπαίδεια