έτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έτι < αρχαία ελληνική ἔτι

Επίρρημα[επεξεργασία]

έτι

  • (αρχαιοπρεπές) ακόμη
    έτι περαιτέρω
※  Σε είδον κ' έκλαυσα ως παις από ζηλοτυπίαν,
ησθάνθην έτι δια σε κ' εκείνον ευσπλαχνίαν! (Αχιλλέας Παράσχος, από το ποίημα Ζηλοτυπία)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έτι και νυν (:ακόμη και τώρα)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]