έτοιμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | έτοιμα | ||
γενική | των | έτοιμων | ||
αιτιατική | τα | έτοιμα | ||
κλητική | έτοιμα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έτοιμα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου έτοιμος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έτοιμα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα χρήματα που έχει κάποιος αποταμιευμένα σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ή σε κάποιο άλλο μέρος και τα οποία ξοδεύει, αντί να ξοδέψει όσα βγάζει την περίοδο εκείνη από τη δουλειά του ή άλλους τρόπους
- τρώει / ξοδεύει απ’ τα έτοιμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έτοιμα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
έτοιμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του έτοιμος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)