έχω συγκρατήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

έχω συγκρατήσει

  • α' ενικό οριστικής παρακειμένου του ρήματος συγκρατώ
  • (+ να) α' ενικό υποτακτικής παρακειμένου του ρήματος συγκρατώ
  • (+ θα) α' ενικό συντελεσμένου μέλλοντα α' του ρήματος συγκρατώ