ήπια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ήπια < ήπιος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ήπια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ήπια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ήπια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ήπιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ήπιο
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ήπια
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πίνω