ήπια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ήπια < ήπιος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ήπια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ήπια
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ήπια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ήπιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ήπιο
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ήπια
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος πίνω