ίαμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ίαμα < αρχαία ελληνική ἴαμα< ἰάομαι, -ῶμαι (θεραπεύω)-(γιατρεύω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ίαμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ίαμα
|