ίδρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἵδρος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίδρος οι ίδροι
      γενική του ίδρου των ίδρων
    αιτιατική τον ίδρο τους ίδρους
     κλητική ίδρε ίδροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ίδρος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἵδρος (αρσενικό, και ουδέτερο) < αρχαία ελληνική ἱδρώς

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈi.ðɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ί‐δρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ίδρος αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]