Μετάβαση στο περιεχόμενο

ίδρυση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ίδρυση οι ιδρύσεις
      γενική της ίδρυσης* των ιδρύσεων
    αιτιατική την ίδρυση τις ιδρύσεις
     κλητική ίδρυση ιδρύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιδρύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ίδρυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἵδρυ(σις) + -ση < ἱδρύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.ðɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίδρυση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ίδρυση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]