ίδρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ίδρωμα | τα | ιδρώματα |
γενική | του | ιδρώματος | των | ιδρωμάτων |
αιτιατική | το | ίδρωμα | τα | ιδρώματα |
κλητική | ίδρωμα | ιδρώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίδρωμα < αρχαία ελληνική ἵδρωμα[1] [2] < ἱδρόω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίδρωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ιδρώνω
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ίδρωμα
|
- ↑ ίδρωμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ ἵδρωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.