Μετάβαση στο περιεχόμενο

ίλιγγος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ἴλιγγος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίλιγγος οι ίλιγγοι
      γενική του ίλιγγου
& ιλίγγου
των ίλιγγων
& ιλίγγων
    αιτιατική τον ίλιγγο τους ίλιγγους
& ιλίγγους
     κλητική ίλιγγε ίλιγγοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ίλιγγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἴλιγγος (αρσενικό) / ἶλιγξ (θηλυκό) [1][2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈi.liŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ίλιγγος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ίλιγγος αρσενικό

  1. (ιατρική) η απώλεια αίσθησης ισορροπίας, χαρακτηριστικό αίσθημα ζάλης κατά το οποίο ο ασθενής νιώθει ότι ο ίδιος ή τα πράγματα γύρω του περιστρέφονται ή κινούνται με άλλο τρόπο
  2. (μεταφορικά) αυτό που νιώθουμε όταν κάτι μας παρασύρει ψυχικά και μας δημιουργεί έντονη αναστάτωση
      Τον είχε παρασύρει ο ίλιγγος της ταχύτητας.
  3. (μεταφορικά) το έντονο συναίσθημα ανησυχίας και φόβου
      Με πιάνει ίλιγγος όταν σκέφτομαι το τι θα μπορούσε να συμβεί σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Και δείτε ομόρριζα στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH-.

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ίλιγγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ίλιγγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)