ίνδαλμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίνδαλμα < (ελληνιστική κοινή) ἴνδαλμα < ?
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίνδαλμα ουδέτερο
- είδωλο, πρόσωπο που λειτουργεί ως πρότυπο, που φαντάζει ως ιδανικό
- αυτός ο μουσικός της ροκ ήταν το ίνδαλμα της νεολαίας τη δεκαετία του '60