ίντερνετ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ίντερνετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική internet

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈin.teɾ.net/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ίντερνετ ουδέτερο άκλιτο

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]