ίσκιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ίσκιος | οι | ίσκιοι |
γενική | του | ίσκιου | των | ίσκιων |
αιτιατική | τον | ίσκιο | τους | ίσκιους |
κλητική | ίσκιε | ίσκιοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ίσκιος < μεσαιωνική ελληνική ἥσκιος < αρχαία ελληνική σκιά (παραβάλετε με το αρχαία ελληνική ἰσκιερός)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈi.sçɔs/
- συλλαβισμός : ί‐σκιος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ίσκιος αρσενικό
- η σκιά
- ※ Κι ο ίσκιος πάλι φάνηκε επάνω στα λιθάρια. (Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858), Η πέρδικα) (Δείτε την παραπομπή και σε τυπωμένο βιβλίο του 19ου αιώνα για τη χρήση της γραφής με -ι-: ίσκιος)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ήσκιος (ετυμολογική γραφή, κατά τα μεσαιωνικά)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ίσκιος
→ δείτε τη λέξη σκιά |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά με συνίζηση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)