αίνιγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αίνιγμα < αρχαία ελληνική αἴνιγμα < αἰνίσσομαι
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αίνιγμα ουδέτερο
- κάθε ερώτηση που διατυπώνεται συνήθως σε έμμετρο λόγο, μεταφορικά ή με παρομοιώσεις, με στόχο να διασκεδάσει και να ασκήσει τη σκέψη και τη φαντασία κατά την αποκρυπτογράφηση του κρυμμένου νοήματος. Συνήθως καταλήγει στο ερώτημα "τι είναι;"
- "Ψηλός-ψηλός καλόγερος, μα κόκαλα δεν έχει. Τι είναι....;" Η απάντηση του αινίγματος είναι ο "καπνός"
- (μεταφορικά) καθετί που είναι δύσκολο να ερμηνευτεί ή που παραμένει μυστήριο, κάτι αβέβαιο ως προς την ερμηνεία του, ένα αναπάντητο ερώτημα, κάτι το ανεξήγητο, το διφορούμενο, το παράδοξο, το ανεξιχνίαστο
- το αίνιγμα του Stonehedge
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αίνιγμα στη Βικιπαίδεια
-
αινίγματα στα Βικιφθέγματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αίνιγμα
|