Μετάβαση στο περιεχόμενο

αίρεση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αίρεση οι αιρέσεις
      γενική της αίρεσης* των αιρέσεων
    αιτιατική την αίρεση τις αιρέσεις
     κλητική αίρεση αιρέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιρέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αίρεση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἵρεσις < αἱρέω-αἱρῶ (λαμβάνω, κυριεύω)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.ɾe.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίρεση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αίρεση θηλυκό

  1. απόσχιση-διαφοροποίηση από πρωτογενές-πρωταρχικό-μητρικό δόγμα
    παράδειγμα  η ρωμαιοκαθολική εκκλησία ανέχεται τάγματα στο μεταίχμιο της αίρεσης
  2. (θρησκεία) το θρησκευτικό δόγμα που διαφέρει από την επίσημη θρησκεία κι έχει καταδικαστεί ως αντίθετο
    παράδειγμα  χριστιανική / μουσουλμανική / γνωστική / αντιτριαδική αίρεση
  3. ένα σύνολο από ιδέες ή απόψεις οι οποίες ανατρέπουν ή αποκλίνουν από εκείνες που θεωρούνται σωστές ή καθιερωμένες σε ένα τομέα
    παράδειγμα  φιλοσοφική / ιδεολογική / πολιτική / καλλιτεχνική αίρεση
  4. (συνεκδοχικά) οι οπαδοί μιας αίρεσης, οι αιρετικοί
  5. η επιλογή
    παράδειγμα  η πράξη της Αντιγόνης εξαρτάται πρωταρχικά από την προσωπική αίρεσή της
  6. (νομικός όρος) όρος της δικαιοπραξίας, από τον οποίο καθορίζονται τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα ενός μελλοντικού και αντικειμενικά αβέβαιου γεγονότος
    παράδειγμα  αναβλητική / διαλυτική αίρεση
  7. δικαίωμα εκλογής
  8. περιορισμός
      [...] το γερμανικό κράτος απέκτησε πλήρη νομική κυριαρχία μετά την επανένωση, αρχές της δεκαετίας του 1990. Όσον αφορά την πολιτική κυριαρχία, δηλαδή την ικανότητα άσκησης (πολιτικά) νομιμοποιημένης εξωτερικής πολιτικής, συνεχίζει να βρίσκεται υπό την αίρεση πολιτικών κριτηρίων και υπό τη δαμόκλειο σπάθη «αντιγερμανικών συσπειρώσεων». - Παναγιώτης Ήφαιστος (2008) Διπλωματία και Στρατηγική των Μεγάλων Ευρωπαϊκών Δυνάμεων, Εκδόσεις Ποιότητα, σελ. 202

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]