αίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αίσιος | η | αίσια | το | αίσιο |
γενική | του | αίσιου | της | αίσιας | του | αίσιου |
αιτιατική | τον | αίσιο | την | αίσια | το | αίσιο |
κλητική | αίσιε | αίσια | αίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αίσιοι | οι | αίσιες | τα | αίσια |
γενική | των | αίσιων | των | αίσιων | των | αίσιων |
αιτιατική | τους | αίσιους | τις | αίσιες | τα | αίσια |
κλητική | αίσιοι | αίσιες | αίσια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αίσιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αἴσιος (κατάλληλος, επιτυχής, αρχαία σημασία: ευοίωνος) [1] < αἶσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.si.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐σι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]αίσιος, -α, -ο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αίσιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)