αίσχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αίσχος | τα | αίσχη |
γενική | του | αίσχους | των | αισχών |
αιτιατική | το | αίσχος | τα | αίσχη |
κλητική | αίσχος | αίσχη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αίσχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἶσχος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈe.sxos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐σχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αίσχος ουδέτερο
- ο χαρακτηρισμός για κάτι που προκαλεί ντροπή
- ↪ το τείχος του αίσχους
- ο χαρακτηρισμός για κάτι πολύ άσχημο
- ↪ Αυτό το σπίτι είναι αίσχος. Ποιος το έφτιαξε;
- (στον πληθυντικό) αισχρές πράξεις
- ↪ σε αυτό το σπίτι γίνονται αίσχη
- (ως επιφώνημα) ντροπή!
- ↪ Τι πράγματα είναι αυτά; Αίσχος!
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)