Μετάβαση στο περιεχόμενο

αβάκιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβάκιο τα αβάκια
      γενική του αβακίου
& αβάκιου
των αβακίων
    αιτιατική το αβάκιο τα αβάκια
     κλητική αβάκιο αβάκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβάκιο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβάκιον, υποκοριστικό του ἄβαξ (άβακας)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈva.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβάκιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβάκιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε άβακας

Αναφορές

[επεξεργασία]