αβάνης
Εμφάνιση
![]() |
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αβάνης | οι | αβάνηδες |
γενική | του | αβάνη | των | αβάνηδων |
αιτιατική | τον | αβάνη | τους | αβάνηδες |
κλητική | αβάνη | αβάνηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβάνης αρσενικό
- συκοφάντης, κακολόγος, διαβολέας
- Κακός άνθρωπος! Αβάνης!
- καταδότης, προδότης, άπιστος
- Μας πρόδωσε ο παλιοαβάνης!
- πλεονέκτης
- Μην τα θες όλα δικά σου. Μην είσαι αβάνης.
- ταλαίπωρος
- Δουλεύει όλη μέρα ο αβάνης.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αβανιά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αβάνης
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)