αβάρσαμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβάρσαμο | τα | αβάρσαμα |
γενική | του | αβάρσαμου | των | αβάρσαμων |
αιτιατική | το | αβάρσαμο | τα | αβάρσαμα |
κλητική | αβάρσαμο | αβάρσαμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβάρσαμο < μεσαιωνική ελληνική βάρσαμο < αρχαία ελληνική βάλσαμον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβάρσαμο ουδέτερο
- (φυτό) (ιδιωματικό) δυόσμος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβάρσαμο
|