Μετάβαση στο περιεχόμενο

αβέβαιο

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αβέβαιο τα αβέβαια
      γενική του αβέβαιου των αβέβαιων
    αιτιατική το αβέβαιο τα αβέβαια
     κλητική αβέβαιο αβέβαια
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβέβαιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αβέβαιος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈve.ve.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβέβαιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αβέβαιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • αβέβαιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αβέβαιο αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αβέβαιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αβέβαιος