αβαθής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβαθής < ελληνιστική κοινή ἀβαθής < αρχαία ελληνική ἀ- (στερητικό) + βάθος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αβαθής, -ής, -ές
- που δεν έχει βάθος, ρηχός
- ο κόλπος αυτός είναι αβαθής, τα μεγάλα πλοία κινδυνεύουν να εξωκείλουν
- (μεταφορικά) επιφανειακός, επιπόλαιος
- είναι αβαθής, δεν μπορεί να μπει στην ουσία των πραγμάτων