αβανγκαρντισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβανγκαρντισμός < αβανγκάρντ + -ισμός [1] < γαλλική avant-garde
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβανγκαρντισμός αρσενικό
- η νεωτεριστική στάση της αβάνγκαρντ, της πρωτοπορίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβανγκαρντισμός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αβανγκαρντισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας