αβανγκαρντιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αβανγκαρντιστής < αβανγκαρντισμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αβανγκαρντιστής αρσενικό, θηλυκό αβανγκαρντίστρια
- (πολιτική): ο οπαδός του αβανγκαρτισμού ως κίνημα αμφισβήτησης παγιωμένων αρχών - ιδεών
- αντισυστημικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αβανγκαρντιστής
|