αβαντάρεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αβαντάρεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αβαντάρω